- ανακατεψιάρης
- ο , ανακατεψιάρα η , ανακατεψιάρικο τό1) склочник, интриган; 2) смутьян
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακατεψιάρης — ιαρα, ιάρικο [ανακάτεψη] ο ανακατωσιάρης* … Dictionary of Greek
ανακάτεψη — η η ανακάτωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατεύω. ΠΑΡ. ανακατεψιάρης] … Dictionary of Greek